ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ  ΤΟ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΦΥΛΛΟΥ: 271

12.06.2011

Οι « Αγανακτισμένοι» αλλάζουν την ιστορία!

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ*

 

Η Ελλάδα, εν μέσω των διεργασιών αναδιάρθρωσης του παγκοσμίου γίγνεσθαι, βρίσκεται νομοτελειακά σε ένα μεταίχμιο, δυστυχώς απροετοίμαστη και αδύναμη ίσως και ηθηλημένα από παράγοντες, εσωτερικούς και εξωτερικούς. Ετσι,  οι όποιες επιλογές κατεύθυνσης και μελλοτικής πορείας της δεν συνιστούν προϊόν ανεξάρτητης και ακούσιας βούλησης, αλλά εν πολλοίς αποτέλεσμα έξωθεν παρεμβάσεων, εξαναγκασμών, πιέσεων και ενίοτε εκβιασμών των παραγόντων που απαρτίζουν την ισχύουσα παγκόσμια τάξη.

                Αυτό τον καιρό τίθεται πλέον επίμονα από το σύνολο σχεδόν των πολιτών το καίριο ερώτημα που βασάνιζε αρκετούς δυστυχώς μειοψηφούντες, σκεπτόμενους και μη λαϊκίζοντες, του πώς οδηγηθήκαμε σε αυτή την κρίση, πολλώ δε μάλλον  όταν από την απαρχή της μεταπολίτευσης και εντεύθεν παρουσιάστηκαν πλείστες όσες ευκαιρίες εδραίωσης της μετεξέλιξης του κράτους από βαλκανικό σε καθ’ όλα και επί  της ουσίας ευρωπαϊκό.

Θέτοντας ως σημείο αναφοράς την αποκατάσταση, τυπικώς κατ’ αρχήν, της δημοκρατικής αρχής, με το Σύνταγμα του 1975, αυτή αποτέλεσε για το ιδιαιτέρως ταλαιπωρημένο από εσωτερικές έριδες και διχασμούς αλλά και έξωθεν προειλημμένες αποφάσεις νεοελληνικό κράτος κομβικό γεγονός για την εγκαθίδρυση  της πολιτικής σταθερότητας και της κοινωνικής συνοχής, άξονες που θα στήριζαν την οικονομική ανάπτυξη και την ανέλιξη των δυνάμεων του αστικού κράτους.

                Η αρχική αυτή θεώρηση, εδραζόμενη πλέον αναγκαστικά σε φιλελεύθερο και κοινωνικό θεσμικό υπόβαθρο, κατέστη το αναγκαίο θεμέλιο, η κινητήρια δύναμη, που απελευθέρωσε δυνάμεις και ώθησε το κράτος σε μία αναπτυξιακή πράγματι πορεία, δίχως φυσικά να παραβλέπει κανείς τις επιμέρους βλαπτικές παρενέργειες αυτής, οφειλόμενες στον εν πολλοίς πρόχειρο και άκριτο δομικό προσανατολισμό.

Η τυπική, σε επίπεδο αρχών και στην κορυφή, εθνική συμφιλίωση και η απρόσκοπτη-αν και όχι κατ’ ακολουθία εύρυθμη-λειτουργία των θεσμών του αστικού κράτους, η οποία οδήγησε κατά πολλούς εντός και εκτός Ελλάδος σε «οικονομικό θαύμα», επισφραγίσθηκε εν συνεχεία με την ομολογουμένως στρατηγική επιλογή υψίστης σημασίας ένταξη της χώρας στην Ε.Ο.Κ.

                Γεγονός που επίσης συνιστούσε αφατηρία αισιοδοξίας και προοπτικών πρωτόγνωρων σε πολλούς τομείς και ίσως δυσανάλογων με την τότε ισχύ του ελληνικού κράτους.

Δυστυχώς, η διαχείριση του κομβικού αυτού γεγονότος από τις μετέπειτα κυβερνήσεις του κράτους απεδείχθη όχι μόνο κατώτερη των περιστάσεων, αλλά ουσιωδώς κοντόφθαλμη, μικροκομματική, ωφελιμιστική και εν τέλει καταστροφική. Υπό το ένδυμα δε μίας κατ’ επίφασης δημοκρατικής νομιμότητας, η λειτουργία του κράτους κατέστη εν πολλοίς ολοκληρωτική και βαθύτατα ολιγαρχική.

                Συγκεκριμένα, τα κονδύλια τα οποία υπό προϋποθέσεις θα εδύνατο να καταστήσουν τη χώρα πρότυπο ανάπτυξης και πραγματικής περιφερειακής  δύναμης με συμμετοχή και σημαίνοντα αποφασιστικό ρόλο στους ισχυρούς της γης, αντί να διοχετευθούν σε παραγωγικούς τομείς με συνέπεια οικονομική, κοινωνική και πολιτική ανάταξη και ευμάρεια του λαού και του κράτους, κατασπαταλήθηκαν σε μικροκομματικές σκοπιμότητας  και αντιπαραγωγικά έργα. Έργα ενταγμένα σε ένα κράτος διαπλοκής, αναξιοκρατίας, φαυλότητας, διαφθοράς, σήψης, σε ένα κράτος υπηρέτη των ολίγων ιδιωτικών συμφερόντων και στυλοβάτης της πελατειακής αντίληψης του πολιτικού κόσμου. Έτσι, το ιδιωτικό συμφέρον των σφετεριστών του δημόσιου πλούτου κατέστη υπέρτερο του δημοσίου  συμφέροντος αλλά και αυτής ακόμα της εθνικής ασφάλειας και κυριαρχίας.

Δημιουργήθηκε δε παραλλήλως με εικονική και επίπλαστη υλική ευμάρεια πεπερασμένη όμως εκ της φύσεώς της. Και, βέβαια, αυτό δεν ήταν τυχαίο ή αποτέλεσμα ανικανότητας ή μωρίας των κυβερνώντων και των συν αυτών.

                Αυτή η πλαστή εικόνα που μαλθακοποιούσε τον κόσμο και κοίμιζε τα πολιτικά και κοινωνικά αντανακλαστικά του ήταν το άνευ ετέρου αναγκαίο εργαλείο για την εγκαθίδρυση του διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος, του αντιπαραγωγικού  και στρεβλού δημόσιου τομέα. Κατακλείστηκε από στρατιές «ημετέρων», αμφιβόλων προσόντων και επάρκειας, εκ παραλλήλου με την επιβολή της νοοτροπίας της ήσσονος προσπάθειας, του γρήγορου, άνευ εργασίας πλουτισμού και την ανοχή ενός παρασιτικού κομματιού του ιδιωτικού  τομέα, ο οποίος απομυζούσε, σε αγαστή συνεργασία με την πολιτική εξουσία, το δημόσιο χρήμα.

Παραλλήλως, επιδιώχθηκε- και εν πολλοίς επιτεύχθηκε-η πνευματική τύφλωση του λαού και η πολιτιστική άνοια. Η πνευματική και η πολιτιστική κουλτούρα, οι ηθικές αξίες,τα ευγενλη χαρακτηριστικά του Έλληνα αντικαταστάθηκαν από το άκρατο και ωμό ατομικό υλισμό, την έλλειψη κοινωνικής αλληλεγγύης, την αδιαφορία, τον «χαβαλέ», την οκνηρία και την παθητικότητα.

                Μέσα απ’ αυτό το πλαίσιο επήλθε η είσοδος στην ευρωζώνη. Η επίπλαστη ευμάρεια στην κορύφωσή της εν αγνοία της μάζας. Η Ελλάδα εντάχθηκε στις παγκόσμιες δυνάμεις. Η είσοδος αυτή θα μπορούσε να είναι η επισφράγιση μίας επιτυχούς και στέρεης  αναπτυξιακής πορείας της χώρας. Δεν ήταν, αλλά ακόμη και τότε θα μπορούσε να σηματοδοτήσει μια τέτοια  πορεία και να διασφαλίσει την μελλοντική ύπαρξη της χώρας μέσα στα πλαίσια μιας παγκόσμιας ελίτ, εάν συνοδευόταν από μια προσπάθεια διόρθωσης των δομικών και θεσμικών προβλημάτων της. Εις μάτην, όμως, καθώς τίποτα δεν άλλαξε και η φερόμενη ισχύς της Ελλάδος εξακολούθησε να είναι αποτέλεσμα εικονικής πραγματικότητας.

Στο ίδιο πνεύμα οι Ολυμπιακοί Αγώνες και η για πολλοστή φορά διάψευση των προσδοκιών της χώρας. Ένα γεγονός σημειολογικά σημαντικό κατέστη μια λαμπρή ευκαιρία για επιτήδειους να προσπορισθούν παράνομο και αθέμιτο πλουτισμό.

                Τα  ολέθρια αποτελέσματα όλων αυτών αναδείχθηκαν στην πλήρη διάστασή τους, προσφάτως εξ αφορμής της παγκόσμιας οικονομικής κρίσεως, απότοκος της πιο  αλόγιστης, ανέλεγκτης και άκρατης μορφής καπιταλισμού.

Όλοι πλέον συναισθανόμαστε και κατανοούμε ότι τυγχάνει εν εξελίξει ένας παγκόσμιος οικονομικός πόλεμος με οικονομικούς δολοφόνους και θύματα λαούς.

                Σε αυτή τη δυσοίωνη συγκυρία το ελληνικό κράτος με τις δομικές του ανεκτές και συντηρούμενες παθογένειες παρουσιάζεται αδύναμο και ανίκανο.

Στη μακρόχρονη ιστορία της η  Ελλάδα έχει διέλθει μέσα από παρόμοιες ή και χειρότερες ακόμα κρίσεις. Τότε, βεβαίως, υπήρχε ένας άλλος κοινωνικός ιστός, άλλες αξίες, και κάποιοι τουλάχιστον από τους ηγήτορες της χώρας είχαν άλλες ικανότητες, επιδιώξεις και οράματα. Σήμερα έχει επικρατήσει πλέον η εντύπωση ότι το πολιτικό σύστημα βρίθει ατόμων που εκτείνονται στην κλίμακα από την κατηγορία του  ανίκανου και του ανεπαρκούς έως κατηγορία του διεφθαρμένου. Κάπου κάπου ακούγονται ωμά ή συγκεκαλυμμένα και αφορισμοί για « προδότες» που δεν ορρωδούν προ ουδενός, ακόμα και στην εκχώρηση εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Οι λέξεις είναι σκληρές, τρομακτικές, αλλά πιο σκληρό και τρομακτικό είναι το γεγονός της διαμορφωμένης αυτής αντίληψης, στην οποία δε μπορούμε να κλείνουμε τα μάτια. Κλισέ, όπως ότι δεν όλοι ίδιοι, ή αφορισμοί ότι τέτοιες αντιλήψεις αποτελούν κίνδυνο για τη δημοκρατία μας, δεν αντιμετωπίζουν το πρόβλημα στην ουσία του. Μια ελλειμματική  δημοκρατία θα πρέπει να εντοπίσει, να αποδεχθεί και να αποκαταστήσει τα ελλείμματά της, γιατί αυτά και όχι οι λέξεις αποτελούν τον πραγματικό της κίνδυνο.

                H χώρα χρήζει εκ  βάθρων αναδόμηση. Δομικές και θεσμικές αλλαγές, αλλαγή νοοτροπίας, όραμα, αποκατάσταση των αδικιών, λειτουργία της νομιμότητας  σε όλα τα επίπεδα.  Αυτό, όμως, είναι το ζητούμενο και όχι η διαχείριση των ανομημάτων του παρελθόντος.

Μέχρι στιγμής ο ελληνικός λαός καθίσταται για μία ακόμη φορά μάρτυρας του πιο αδίστακτου και ανάλγητου προσώπου του συστήματος, το οποίο δίχως  να αντιλαμβάνεται τους καιρούς και δίχως ουδεμία διάθεση αυτοκριτικής και αυτοκάθαρσης επιχειρεί  με όρους και εργαλεία του παρελθόντος να επιβάλει εκ νέου τα δικά του συμφέροντα, έχοντας προαποφασίσει το δυσοίωνο για τους πολλούς μέλλον.

                Όμως, διέλαθε την προσοχή και ξέφυγε από τον έλεγχο το γεγονός ότι και αυτός ακόμη ο αλλοτριωμένος λαός φέρει ακόμη μέσα τα στοιχεία του λαού που γέννησε τη δημοκρατία και έναν μεγαλειώδη στους αιώνες πολιτισμό.

Το αποκαλούμενο «κίνημα των αγανακτισμένων» συνιστά μια πρώτη, εμβρυακή και εισέτι ασαφή ως προς συγκεκριμένα χαρακτηριστικά αντίδραση στα τεκταινόμενα, στην αναλγησία, τον εμπαιγμό και το έλλειμμα δημοκρατίας. Ως τέτοια κίνηση, κατ’ αρχάς, δεν μπορεί παρά να είναι θεμιτή, καλοδεχούμενη και αποτιμάται θετικά.

                Μπορεί ακόμη να φαίνεται να έχει διαμορφώσει χαρακτηριστικά κινήματος, όπως το γνωρίζαμε έως σήμερα, και δη με συγκεκριμένη πολιτική πρόταση διαμορφωμένη και κοινώς αποδεκτή, αλλά σίγουρα έχει θέσεις πολιτικές και διεκδικεί συμμετοχή στην πορεία της χώρας.

 Στις συγκεντρώσεις συμμετέχουν άνθρωποι διαφορετικών τάξεων, τάσεων,  και επιδιώξεων.  Συμμετέχουν και άνθρωποι που ακούσια ή εκούσια συνέδραμαν το σύστημα.Και τούτο διότι το αρχικό ερέθισμα και η κοινή συνδετική ώθηση ήταν η οικονομική δυσχέρεια και οπισθοδρόμηση, πρωτίστως σε ατομικό και δευτερευόντως σε συλλογικό επίπεδο. Γι’ αυτό ίσως και άργησε να εκφραστεί. Αυτό, όμως, το μωσαικό ανθρώπων, ιδεών και επιδιώξεων γεννά πολιτικά μηνύματα.

                Ισως θέλει πολύ δρόμο ακόμη για να μετουσιωθεί-μετασχηματισθεί σε γνήσιο κίνημα με συγκεκριμένες επιδιώξεις και προτάσεις πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής αναδιάρθρωσης. Σε κάθε περίπτωση, όμως, συνιστά μια αποδεκτή αφύπνιση και ένα απολύτως πολιτικό αίτημα για αποκατάσταση μιας πραγματικής δημοκρατίας.

Αυτή η ειλικρηνή εκδήλωση αισθημάτων και κοινωνικής σκέψης με όλους τους κινδύνους που ελλοχεύουν, σε κάθε περίπτωση, έχει ένα ισχυρό συνδετικό και κοινό κρίκο-θεμέλιο: την αναζήτηση εναλλακτικών πολιτικών και την απαίτηση των Ελλήνων όπως επέλθουν ριζικές ανατροπές στη χώρα προς μία πιο ανθρώπινη, δίκαιη και αξιοκρατική κοινωνία. Ως προς δε το υφιστάμενο νοσηρό και υπεύθυνο για τα δεινά της χώρας ισχύον σύστημα, το ξεκάθαρο μήνυμα ότι το όριο της ανοχής στον εμπαιγμό και την ανομία ξεπεράστηκε.

                Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως ακόμη και τώρα, την ύστατη στιγμή, επιχειρείται παραπλάνηση του λαού, από εντεταλμένους υπηρέτες- υπαλλήλους του συστήματος, οι οποίοι επιδιώκουν είτε να απαξιώσουν το φαινόμενο αυτό είτε να το δυσφημίσουν με τις γνωστές αλλά μη ανεκτές πλέον μεθοδεύσεις του παρελθόντος.

Είναι μια καλή αρχή που πρέπει να ζημωθεί και να μετουσιωθούν οι εξ αυτής απορρέουσες πολιτικές επιδιώξεις σε πράξη. Η μετάλλαξη αρχίζει ως πρέπει να από τον λαό προς «την κεφαλή», η οποία οφείλει να αλλάξει, και ο λαός, εμείς με τη σειρά μας να μην ξεχνάμε ότι η εδραίωση αυτής της αλλαγής περνά μέσα από την αλλαγή της ατομικής μας συνείδησης και πράξης και την αναγέννηση της προσωπικής μας ευθύνης, κουλτούρας, και Παιδείας.

 

*Ο Γιώργος Παναγιωτόπουλος είναι δικηγόρος παρ’ Αρείο Πάγω με μεταπτυχιακές σπουδές στο Συνταγματικό Δίκαιο.